τειχήρεις

τειχήρεις
τειχήρης
within walls
masc/fem acc pl
τειχήρης
within walls
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τειχήρης — ήρες Α 1. κλεισμένος μέσα στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», Θουκ. β. «τειχήρης γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος γράφω», Συνέσ.) 2. προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», Στράβ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • φυρκηλίται — Α (κατά τον Ησύχ.) «τειχήρεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. φύρκος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”